μασχαλιστῆρας

μασχαλιστῆρας
μασχαλιστήρ
girth passing round the horse behind his shoulders
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μασχαλιστήρας — ο (Α μασχαλιστήρ, ῆρος) νεοελλ. ναυτ. 1. το άμβολο, η λαπάτσα 2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούρος αρχ. 1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλίς — η (Α μασχαλίς, ίδος) [μασχάλη] νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμα αρχ. 1. μασχάλη φυτού, το… …   Dictionary of Greek

  • πεσκαδούρος — ο, Ν ναυτ. ο μασχαλιστήρας, το σύσπαστο τού οποίου ο τροχίλος έχει αρπάγη για τη στερέωση τής άγκυρας τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pascatore, πιθ. κατά το πασαδούρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”